υποδηλώ

υποδηλώ
-όω, Α
βλ. υποδηλώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑποδηλῶ — ὑποδηλόω show privately pres subj act 1st sg ὑποδηλόω show privately pres ind act 1st sg ὑποδηλόω show privately pres subj act 1st sg ὑποδηλόω show privately pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδηλώνω — ὑποδηλῶ, όω, ΝΜΑ [δηλῶ / ώνω] δηλώνω κάτι με έμμεσο τρόπο, φανερώνω έμμεσα, υποσημαίνω αρχ. 1. παρουσιάζω κάτι σε στενό κύκλο, δείχνω εμπιστευτικά 2. προαναγγέλλω, προειδοποιώ …   Dictionary of Greek

  • καθυποδηλώ — καθυποδηλῶ, όω (Μ) (επιτατ. τού υποδηλώ) αποδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δηλῶ] …   Dictionary of Greek

  • υποδήλωση — η / ὑποδήλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποδηλῶ / ώνω] νεοελλ. έμμεση δήλωση για κάτι, υπόδειξη, νύξη αρχ. υπαινιγμός («τὸν Πάριον Εὐηνόν, ὃς ὑποδήλωσίν τε πρῶτος εὗρε καὶ παρεπαίνους», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”